ottusità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ottuziˈta]
1 αμβλύτητα
2 πεζότητα
3 μουντάδα
4 σκαιότητα
5 χαζομάρα
6 στόμωση
7 στόμωμα
8 αναισθησία
9 αμβλύνοια
10 αβελτηρία
11 απάθεια
12 ανία
13 κουταμάρα
14 ευήθεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ottuziˈta]
1 αμβλύτητα
2 πεζότητα
3 μουντάδα
4 σκαιότητα
5 χαζομάρα
6 στόμωση
7 στόμωμα
8 αναισθησία
9 αμβλύνοια
10 αβελτηρία
11 απάθεια
12 ανία
13 κουταμάρα
14 ευήθεια
permalink
ottusità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android