ItalianoGreco


ovìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈvile]

1 στρούγκα
2 στάλος
3 στάνη
4 μαντρί
5 μάντρα
6 ποιμνιοστάσιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---