ItalianoGreco


ozòno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [odˈdzɔno]

το όζον


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buco [αρσ.] nell'ozono = η τρύπα του όζοντος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---