Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pachidèrma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pakiˈdɛrma]

1 αναίσθητος άνθρωπος
2 παχύδερμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pace pachidermia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pacciame (ουσ αρσ )
pacciume (ουσ αρσ )
pacco (ουσ αρσ )
paccottiglia (θηλ.ουσ)
pace (θηλ.ουσ)
pachiderma (ουσ αρσ )
pachidermia (θηλ.ουσ)
pachidermico (επίθ.)
paciere (ουσ αρσ )
pacificabile (επίθ.)
pacificamente (επίρ.)
pacificamento (ουσ αρσ )
pacificare (ρ.αμτβ.)
pacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pacificatore (ουσ αρσ )
pacificatore (επίθ.)
pacificazione (θηλ.ουσ)
pacifico (ουσ αρσ )
pacifico (επίθ.)
pacifismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---