Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


padrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈdrino]

ο νουνός, ο ανάδοχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  padreterno padrona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

padovano (ουσ αρσ )
padovano (επίθ.)
padre (ουσ αρσ )
padreggiare (ρ.αμτβ.)
padreterno (ουσ αρσ )
padrino (ουσ αρσ )
padrona (θηλ.ουσ)
padronale (επίθ.)
padronanza (θηλ.ουσ)
padronato (ουσ αρσ )
padroncino (ουσ αρσ )
padrone (ουσ αρσ )
padroneggiare (ρ. μτβ.)
padroneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
padule (ουσ αρσ )
paella (θηλ.ουσ)
paesaggio (ουσ αρσ )
paesanismo (ουσ αρσ )
paesano (ουσ αρσ )
paesano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---