ItalianoGreco


palafittìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palafitˈtikolo]

1 ένοικος παραλίμνιας κατοικίας
2 κάτοικος κοντά σε λίμνη

palafittìcolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [palafitˈtikolo]

1 ο των προὶστορικών κατοικιών
2 ο των παραλίμνιων κατοικιών
3 παραλίμνιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---