ItalianoGreco


pallàdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palˈladjo]

1 ασφάλεια
2 εγγύηση
3 παλλάδιο (στοιχείο)
4 άγαλμα Αθηνάς εγγύηση ασφάλειας

pallàdio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [palˈladjo]

1 ο της σοφίας ή της γνώσης
2 ο της Παλλάδας Αθηνάς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---