ItalianoGreco


pallonàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palloˈnajo]

1 κομπαστής
2 καυχηματίας
3 φαφλατάς
4 παινεσιάρης
5 πωλητής μπαλονιών
6 κατασκευαστής μπαλονιών
7 καυχησιάρης
8 φανφαρόνος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---