ItalianoGreco


pàlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpalo]

1 το παλούκι, ο πάσσαλος, η στήλη
2 calcio το δοκάρι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il palo = κρατώ τσίλιες



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---