panacèa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [panaˈʧɛa]
1 υποθετικό φάρμακο που θεραπεύει κάθε αρρώστια
2 φάρμακο για όλες τις αρρώστιες (υποθετικό)
3 πανάκεια
4 θεραπευτικό μέσο για κάθε νοσηρή κατάσταση (πολιτική κοινωνική κλπ)
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [panaˈʧɛa]
1 υποθετικό φάρμακο που θεραπεύει κάθε αρρώστια
2 φάρμακο για όλες τις αρρώστιες (υποθετικό)
3 πανάκεια
4 θεραπευτικό μέσο για κάθε νοσηρή κατάσταση (πολιτική κοινωνική κλπ)
permalink
panacea (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android