ItalianoGreco


panciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [panˈʧata]

1 πέσιμο με την κοιλιά
2 βουτιά με την κοιλιά
3 υπερβολική ποσότητα (φαγητού)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z