ItalianoGreco


parapìglia  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraˈpiʎʎa]

1 ντόρος
2 σαματάς
3 φασαρία και ζωηρότητα
4 μαζική φυγή πλήθους
5 φευγιό
6 σάλος
7 αναστάτωση
8 αναταραχή
9 νταβαντούρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---