ItalianoGreco


parassìta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parasˈsita]

1 παράσιτος
2 σελέμης
3 χαραμοφάης
4 παράσιτο
5 οργανισμός τρεφόμενος συμβιωτικά
6 παρακεντές

parassìta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parasˈsita]

παρασιτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---