paràto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]
1 κουρτίνα
2 τάπητας τοίχου
3 ταπισερί
4 ταπετσαρία
paràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]
1 κοσμημένος
2 διανθισμένος
3 διακοσμημένος
4 στολισμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]
1 κουρτίνα
2 τάπητας τοίχου
3 ταπισερί
4 ταπετσαρία
paràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈrato]
1 κοσμημένος
2 διανθισμένος
3 διακοσμημένος
4 στολισμένος
permalink
parato (ουσ αρσ )
parato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android