pareggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paredʤaˈmento]
1 εξίσωση
2 ομαλοποίηση
3 ισοπέδωση
4 ισοσκέλιση
5 στάθμιση
6 επίσημη αναγνώριση
7 διευθέτηση
8 ομάλυνση
9 σιάξιμο
10 εξομοίωση
11 εξισορρόπηση
12 εξομάλυνση
13 ισορρόπηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paredʤaˈmento]
1 εξίσωση
2 ομαλοποίηση
3 ισοπέδωση
4 ισοσκέλιση
5 στάθμιση
6 επίσημη αναγνώριση
7 διευθέτηση
8 ομάλυνση
9 σιάξιμο
10 εξομοίωση
11 εξισορρόπηση
12 εξομάλυνση
13 ισορρόπηση
permalink
pareggiamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android