parentàdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [parenˈtado]
1 κοινή προέλευση
2 σόι
3 συγγένεια
4 οικογενειακός δεσμός
5 συγγενείς
6 συγγενολόι
7 γνωστοί και συγγενείς
8 αγχιστεία
9 συμπεθεριά
10 οικογένεια
11 σύνολο συγγενών
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [parenˈtado]
1 κοινή προέλευση
2 σόι
3 συγγένεια
4 οικογενειακός δεσμός
5 συγγενείς
6 συγγενολόι
7 γνωστοί και συγγενείς
8 αγχιστεία
9 συμπεθεριά
10 οικογένεια
11 σύνολο συγγενών
permalink
parentado (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android