ItalianoGreco


pàri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]

1 ευπατρίδης
2 όμοιος άνθρωπος
3 ευγενής
4 αριστοκράτης
5 ίσος άνθρωπος με άλλον

pàri  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]

1 ζυγός (-ή, -ό)
2 (nei giochi) ίσιος (-α, -ο), ίσος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


numero [αρσ.] pari = ο ζυγός αριθμός || ragazza [θηλ.] alla pari = η οικότροφος γκουβερνάντα || rimettersi in pari = ισοσκελίζω



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---