pàri
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]
1 ευπατρίδης
2 όμοιος άνθρωπος
3 ευγενής
4 αριστοκράτης
5 ίσος άνθρωπος με άλλον
pàri
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]
1 ζυγός (-ή, -ό)
2 (nei giochi) ίσιος (-α, -ο), ίσος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]
1 ευπατρίδης
2 όμοιος άνθρωπος
3 ευγενής
4 αριστοκράτης
5 ίσος άνθρωπος με άλλον
pàri
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈpari]
1 ζυγός (-ή, -ό)
2 (nei giochi) ίσιος (-α, -ο), ίσος (-η, -ο)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
numero [αρσ.] pari = ο ζυγός αριθμός || ragazza [θηλ.] alla pari = η οικότροφος γκουβερνάντα || rimettersi in pari = ισοσκελίζω
pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android