ItalianoGreco


parsimonióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parsimoˈnjoso], [parsimoˈnjozo]

1 οικονόμος
2 καρμίρικος
3 τσιγκούνικος
4 ολιγοδάπανος
5 ολιγοέξοδος
6 φειδωλός
7 φιλάργυρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z