ItalianoGreco


partènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛntsa]

1 η αναχώρηση
2 sport η εκκίνηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere di partenza = αναχωρώ || sala [θηλ.] partenze = η αίθουσα αναχωρήσεων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---