ItalianoGreco


parzialménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [partsjalˈmente]

1 μονομερώς
2 χαριστικά
3 μεροληπτικά
4 μερικά
5 εν μέρει
6 σε κάποιο βαθμό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


latte [αρσ.] parzialmente scremato = το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z