ItalianoGreco


patètico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]

1 συναισθηματικός άνθρωπος
2 αισθηματίας
3 συναισθηματισμός
4 πάθος
5 συγκίνηση

patètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]

παθητικός (-ή, -ό), συμπα8ητικός (-ή, -ό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---