pècca
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛkka]
1 ατέλεια κατασκευής
2 κουσούρι
3 ελάττωμα
4 μειονέκτημα
5 ατέλεια
6 αδυναμία
7 έλλειψη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛkka]
1 ατέλεια κατασκευής
2 κουσούρι
3 ελάττωμα
4 μειονέκτημα
5 ατέλεια
6 αδυναμία
7 έλλειψη
permalink
pecca (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android