ItalianoGreco


pècca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛkka]

1 ατέλεια κατασκευής
2 κουσούρι
3 ελάττωμα
4 μειονέκτημα
5 ατέλεια
6 αδυναμία
7 έλλειψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---