peculiarità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pekuljariˈta]
1 ιδιομορφία
2 γνώρισμα
3 μοναδικότητα
4 εξαιρετικότητα
5 ιδιορρυθμία
6 ιδιαιτερότητα
7 χαρακτηριστικό
8 ιδιότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pekuljariˈta]
1 ιδιομορφία
2 γνώρισμα
3 μοναδικότητα
4 εξαιρετικότητα
5 ιδιορρυθμία
6 ιδιαιτερότητα
7 χαρακτηριστικό
8 ιδιότητα
permalink
peculiarità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android