ItalianoGreco


pedìssequo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈdissekwo]

1 ραγιάδικος
2 ταπεινωτικός
3 πιστός (για μετάφραση)
4 δουλικός
5 δουλοπρεπής
6 εθελόδουλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---