ItalianoGreco


pèggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

1 το πιο κακό
2 το χειρότερο

pèggio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

χειρότερος (-η, -ο)

pèggio  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛdʤo]

χειρότερα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---