ItalianoGreco


pélo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpelo]

1 (singolo) η τρίχα
2 (pelame) το τρίχωμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per un pelo = παρά τρίχα || sacco [αρσ.] a pelo = ο σάκος ύπνου, ο υπνόσακος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---