penetràle
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrale]
1 ενδόμυχο τμήμα (ψυχής)
2 κρυφό μυστικό ή ιερό μέρος
3 εσώτατα των αποκρύφων
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrale]
1 ενδόμυχο τμήμα (ψυχής)
2 κρυφό μυστικό ή ιερό μέρος
3 εσώτατα των αποκρύφων
permalink
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android