pennàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]
1 κλαδευτήρι
2 κλαδευτήρα
pennàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]
1 πτερυγωτός
2 πτερωτός
3 φτερωτός
4 πτεροειδής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]
1 κλαδευτήρι
2 κλαδευτήρα
pennàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]
1 πτερυγωτός
2 πτερωτός
3 φτερωτός
4 πτεροειδής
permalink
pennato (ουσ αρσ )
pennato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android