pensóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [penˈsoso], [penˈsozo]
1 στοχαστικός
2 σκεπτικός
3 συλλογιζόμενος
4 ανυπόμονος
5 περίφροντις
6 γεμάτος επιφυλάξεις ή φόβους
7 βλέπων το μέλλον με αγωνία
8 που σκέφτεται τους άλλους
9 σύννους
10 συλλογισμένος
11 γεμάτος φροντίδες
12 απορροφημένος σε σκέψεις
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [penˈsoso], [penˈsozo]
1 στοχαστικός
2 σκεπτικός
3 συλλογιζόμενος
4 ανυπόμονος
5 περίφροντις
6 γεμάτος επιφυλάξεις ή φόβους
7 βλέπων το μέλλον με αγωνία
8 που σκέφτεται τους άλλους
9 σύννους
10 συλλογισμένος
11 γεμάτος φροντίδες
12 απορροφημένος σε σκέψεις
permalink
pensoso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android