ItalianoGreco


pergolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pergoˈlato]

1 πέργολα
2 περγολιά
3 κρεβατίνα
4 πέργκολα
5 πέργουλα
6 περγουλιά
7 κληματαριά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---