ItalianoGreco


permalosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [permalosiˈta]

1 δυστροπία
2 αραθυμιά
3 ευαισθησία σε πείραγμα ή προσβολή
4 ευθιξία
5 μικροφιλοτιμία
6 μικροφιλότιμο
7 οξυθυμία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---