ItalianoGreco


perpetuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [perpetuˈare]

1 διαιωνίζω
2 απαθανατίζω
3 διατηρώ κάτι στην αιωνιότητα

perpetuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [perpetuˈarsi]

διατηρούμαι στην αιωνιότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---