ItalianoGreco


personàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [persoˈnale]

το προσωπικό

personàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [persoˈnale]

(mostra) ο προσωπικός

personàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [persoˈnale]

προσωπικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dati [αρσ. πλυθ.] personali = τα προσωπικά στοιχεία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---