ItalianoGreco


perturbazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perturbatˈtsjone]

1 ανατροπή
2 διασάλευση
3 διένεξη
4 ενόχληση
5 διατάραξη
6 διαταραχή
7 καβγάς
8 κλωνισμός τροχιάς
9 σύγχυση
10 ταραχή
11 αναστάτωση
12 αναποδογύρισμα
13 αταξία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---