perturbazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [perturbatˈtsjone]
1 ανατροπή
2 διασάλευση
3 διένεξη
4 ενόχληση
5 διατάραξη
6 διαταραχή
7 καβγάς
8 κλωνισμός τροχιάς
9 σύγχυση
10 ταραχή
11 αναστάτωση
12 αναποδογύρισμα
13 αταξία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [perturbatˈtsjone]
1 ανατροπή
2 διασάλευση
3 διένεξη
4 ενόχληση
5 διατάραξη
6 διαταραχή
7 καβγάς
8 κλωνισμός τροχιάς
9 σύγχυση
10 ταραχή
11 αναστάτωση
12 αναποδογύρισμα
13 αταξία
permalink
perturbazione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android