ItalianoGreco


piànta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjanta]

1 (vegetale) το φυτό
2 (di edificio) το σχέδιο
3 (mappa) ο τοπογραφικός χάρτης


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pianta [θηλ.] grassa = ο κάκτος || pianta [θηλ.] # mappa [θηλ.] = ο τοπογραφικός χάρτης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---