picchettàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [pikketˈtare]
1 οριοθετώ
2 οροθετώ
3 περιφρουρώ απεργία
4 περιφράζω με πασσάλους
5 πασσαλώνω
6 διεκδικώ δικαίωμα περιφράζοντας
7 περιφράζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [pikketˈtare]
1 οριοθετώ
2 οροθετώ
3 περιφρουρώ απεργία
4 περιφράζω με πασσάλους
5 πασσαλώνω
6 διεκδικώ δικαίωμα περιφράζοντας
7 περιφράζω
permalink
picchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android