piccolézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pikkoˈlettsa]
1 μικροπρέπεια
2 μηδαμινότητα
3 μικροψυχία
4 καρμιριά
5 χαμέρπεια
6 στενότητα
7 μικρότητα
8 ασήμαντο πράγμα
9 μπαγκατέλα
10 πενταροδεκάρες
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pikkoˈlettsa]
1 μικροπρέπεια
2 μηδαμινότητα
3 μικροψυχία
4 καρμιριά
5 χαμέρπεια
6 στενότητα
7 μικρότητα
8 ασήμαντο πράγμα
9 μπαγκατέλα
10 πενταροδεκάρες
permalink
piccolezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android