pimpànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pimˈpante]
1 φανταχτερός
2 καμαρωτός
3 φιγουρατζίδικος
4 φαντασμένος
5 στολισμένος επιδεικτικά
6 επιδεικτικός
7 αλαζονικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [pimˈpante]
1 φανταχτερός
2 καμαρωτός
3 φιγουρατζίδικος
4 φαντασμένος
5 στολισμένος επιδεικτικά
6 επιδεικτικός
7 αλαζονικός
permalink
pimpante (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android