ItalianoGreco


pisciallètto  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,piʃʃalˈlɛtto]

1 ραδίκι (πικραλίδα)
2 παιδί
3 παλιόπαιδο
4 πικραλίδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---