ItalianoGreco


pittogràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pittoˈgramma]

1 ιερογλυφικό σύμβολο
2 προὶστορική εγγραφή σε σπήλαιο
3 διάγραμμα με εικόνες
4 ιδεόγραμμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---