ItalianoGreco


placcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [plakˈkare]

1 θωρακίζω με μέταλλο
2 βουτάω κάποιον που τρέχει (στο ράγκμπι)
3 επιμεταλλώνω
4 εναποθέτω πλάκα σε άλλη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---