ItalianoGreco


plafond  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [plaˈfɔn]

1 μέγιστο ποσό πίστωσης
2 οροφή πίστωσης
3 όριο πίστωσης
4 πιστωτικό όριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---