ItalianoGreco


playback  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,plɛjˈbɛk]

1 συγχρονισμός μεταγλωττισμένης ταινίας
2 εκ των προτέρων ηχογράφηση
3 ντουμπλάρισμα
4 παίξιμο ηχογραφημένου μέρους


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z