ItalianoGreco


plenipotenziàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,plɛnipotenˈtsjarjo]

1 πληρεξούσιος
2 εξουσιοδοτημένος να ενεργεί αντί άλλου
3 εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---