ItalianoGreco


plusvalènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,plusvaˈlɛntsa], [,pluzvaˈlɛntsa]

1 κέρδος από πώληση παγίων
2 υπεραξία παγίων
3 κέρδος κεφαλαιοποιήσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---