ItalianoGreco


polìtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈlitiko]

ο πολιτικός

polìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [poˈlitiko]

πολιτικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


asilo [αρσ.] politico = το πολιτικό άσυλο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---