pólo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpolo]
1 πόλος
2 πόλο
pòlo
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔlo]
(maglietta) το ζιβάγκο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpolo]
1 πόλος
2 πόλο
pòlo
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔlo]
(maglietta) το ζιβάγκο
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
Polo [αρσ.] Nord = ο Βόρειος Πόλος || Polo [αρσ.] Sud = ο Νότιος Πόλος
polo (ουσ αρσ )
polo (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android