ItalianoGreco


pométo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [poˈmeto]

1 κήπος με δέντρα
2 περιβόλι
3 φυτεία με μηλιές
4 δεντρόκηπος
5 οπωρώνας
6 τόπος με οπωροφόρα δέντρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---