ItalianoGreco


pónte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈponte]

1 η γέφυρα
2 (di nave) το κατάστρωμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ponte [αρσ.] levatoio = η σηκωτή γέφυρα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---