ItalianoGreco


portantìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [portanˈtina]

1 φορείο
2 χειραμάξιο
3 χειραμάξι
4 ατομικό φορείο 18ου αιώνα
5 φορείο κλειστό με κουρτίνες
6 ανατολίτικο σκεπαστό φορείο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---